- ξυλόβιδα
- ητεχνολ. είδος συνδετικού κοχλία κατάλληλου για σύνδεση και στερέωση σε ξύλο, πλαστικό ή άλλα ενδοτικά υλικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυλόβιδα — η βίδα για ξύλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)